ἀποκρίσεως

ἀποκρίσεως
ἀποκρίσεω̆ς , ἄποκρισλς
fem gen sg (attic)
ἀποκρίσεω̆ς , ἀπόκρισις
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • отъвѣтъ — ОТЪВѢТ|Ъ (611), А с. 1.Ответ на вопрос, разъяснение: Аѳанасиеви ѿвѣти. противѹ нанесеныимъ ѥмѹ отьвѣтомъ. ѿ нѣкыхъ правовѣрьныихъ. о различьныхъ главизнахъ. (ἀποκρίσεις) Изб 1076, 114 об.; и ѥлико ѹбо наказани˫а сѹть. и ѥлико ѹставьна˫а. и ѥлико… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ερώτημα — και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) [ερωτώ] απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.) νεοελλ. 1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”